βλαττί

βλαττί
το και βλαντί (Μ βλαττίον και βλαττίν, βλαντίον και βλαντίν) [βλάττα]
πολυτελές, μεταξωτό ύφασμα ή φόρεμα, συνήθως κόκκινο ή πορφυρό («ξέρω να υφαίνω το βλαντί, να υφαίνω το μετάξι»)
νεοελλ.
1. οποιοδήποτε πολύτιμο πράγμα
2. αγαπημένο, χαϊδεμένο παιδί
3. η νόσος ιλαρά
4. η νόσος ερυσίπελας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βλαντί — το βλ. βλαττί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”